- τεμπελχανείο
- το1. μέρος στο οποίο καταφεύγουν τεμπέληδες.2. ομάδα τεμπέληδων που μαζεύτηκαν για να τεμπελιάσουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεμπελχανείο — και τεμπελχανιό, το, Ν·ομάδα ή κατοικία τεμπέληδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεμπελχανάς. Η λ., στον λόγιο τ. τεμπελχανεῖον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κωλοχανείο — το 1. χαμαιτυπείο στο οποίο προσφέρεται και πρωκτική συνουσία 2. μτφ. χώρος όπου επικρατεί μεγάλη ακαταστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + χανείο κατά το τεμπελχανείο < τεμπελχανάς < τουρκ. tembel hane «κατοικία τεμπέληδων»] … Dictionary of Greek
τεμπελάδικο — το, Ν τεμπελχανείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεμπέλης + κατάλ. άδικο (πρβλ. τρελ άδικο)] … Dictionary of Greek
τεμπελχανιό — το, Ν βλ. τεμπελχανείο … Dictionary of Greek